- κίνησαν
- κί̱νησαν , κινέωset in motionaor ind act 3rd pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κινῆσαν — κῑνῆσαν , κινέω set in motion aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πριμιτιβισμός — Με τον όρο αυτό ορίζεται συνήθως η τάση της μελέτης, μίμησης, ανακάλυψης ή επανεκτίμησης της τέχνης των πρωτόγονων. Ο όρος πρωτόγονος έχει ωστόσο πολλές σημασίες, οι κυριότερες από τις οποίες είναι οι ακόλουθες: πρωτόγονοι ή αλλιώς πριμιτίφ, όπως … Dictionary of Greek
Αγαλλιανός — (; – Κωνσταντινούπολη 727).Βυζαντινός αξιωματούχος, στρατιωτικός διοικητής της Τούρμας των Ελλαδικών (τουρμάρχης) κατά τη βασιλεία του Λέοντα Γ’ του Ίσαυρου. Όταν ο Λέων Γ’κατάργησε τις εικόνες, οι κάτοικοι του Θέματος της Ελλάδας επαναστάτησαν.… … Dictionary of Greek
βρετανικό μέταλλο — (britannia metal). Κράμα κασσίτερου και μολύβδου (συνήθως ένα μέρος μολύβδου με δέκα κασσίτερου). Ήταν γνωστό στην αρχαιότητα, αλλά μόνο μετά τον 15ο αι. άρχισαν να κατασκευάζονται –εκτός από τα κοινά μαγειρικά ή επιτραπέζια σκεύη– και… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Καζακστάν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Καζακστάν Παλαιότερη ονομασία: Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Καζακστάν (1925 91) Έκταση: 2.717.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 16.741.519 (2002) Πρωτεύουσα: Αστάνα (319.300 κάτ. το 1999)Κράτος της κεντρικής Ασίας.… … Dictionary of Greek
Κανάλ, Αντόνιο — (Antonio Canal, Βενετία 1697 – 1768). Ιταλός ζωγράφος και χαράκτης, ο επονομαζόμενος Καναλέτο. Το παρωνύμιο αυτό τον διαχώριζε από τον ανιψιό του, Μπερνάρντο, με τον οποίο συνεργάστηκε σε ορισμένες σκηνογραφίες (1716 18) για τα θέατρα Σαντ’… … Dictionary of Greek
Μεριμέ, Προσπέρ — (Prospere Merimee, Παρίσι 1803 – Κάνες 1870). Γάλλος συγγραφέας. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια και ήταν προικισμένος με πολλά ενδιαφέροντα (ιστορία, αρχαιολογία, φιλοσοφία), γνωρίζοντας λαμπρές κοινωνικές και λογοτεχνικές επιτυχίες· υπήρξε… … Dictionary of Greek
Μπέικον, Φράνσις — I (Francis Bacon, 1561 – 1626). Άγγλος φιλόσοφος. Βλ. λ. Βάκων. II (Francis Bacon, Δουβλίνο 1909 – 1992). Άγγλος ζωγράφος. Έζησε τα παιδικά του χρόνια στην Ιρλανδία και ύστερα ταξίδεψε για ένα μικρό διάστημα στο Λονδίνο, έμεινε δύο χρόνια στη… … Dictionary of Greek
Μπέτι, Ούγκο — (Hugo Betti, Καμερίνο 1892 – Ρώμη 1953). Ιταλός ποιητής, διηγηματογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Σπούδασε νομικά και δημοσίευσε νεότατος τις Παραλλαγές του Κάτουλλου· στρατεύτηκε στον A’ Παγκόσμιο πόλεμο και πέρασε μια μεγάλη περίοδο στην… … Dictionary of Greek